Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Στα πανεπιστήμια η Αριστερά «παίζει την επανάσταση»

Του Αντώνη Καρκαγιάννη (δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" (1-6-2008)


Το έχουμε ξαναγράψει και το επαναλαμβάνουμε: την εποχή που εμαίνετο η κρίση στα πανεπιστήμια των δυτικών χωρών (από τα μέσα της δεκαετίας του '60), ένας κυνικός παρατηρητής έγραψε με σαρκασμό: μην ανησυχείτε, θα δώσουμε τη Σορβόννη και μερικά άλλα πανεπιστήμια στην Αριστερά για «να παίζει την επανάσταση», αλλά η άρχουσα τάξη θα κρατήσει αυστηρά τα δικά της πανεπιστήμια. Έτσι ή περίπου έτσι συνέβη. Στην Ευρώπη και στην Αμερική. Κάποτε η Αριστερά βαρέθηκε «να παίζει την επανάσταση» άσκοπα, ακριβέστερα αφανίσθηκε παίζοντας την επανάσταση, οι ήρωές της γέρασαν μαζί με τις ιδέες τους και τα πανεπιστήμια, όλα μαζί πια, άρχισαν να παράγουν μαζικά μεσαία και υψηλά στελέχη για το σύστημα της άρχουσας τάξης. Κάπως έτσι άρχισαν να διαμορφώνονται οι κοινωνίες της επιστήμης και της γνώσης. Φυσικά, δεν εννοούμε κοινωνίες επιστημόνων, αλλά κοινωνίες όπου η επιστήμη και η γνώση αποτελούν τη δυναμική κινητήρια δύναμη. Στην υπηρεσία του κεφαλαίου, θα πουν μερικοί. Εστω! Αλλά μην κάνετε το λάθος να νομίσετε ότι γι' αυτόν τον λόγο η αλλαγή είναι ασήμαντη. Είναι συγκλονιστική από κάθε άποψη και ήδη οι χώρες διακρίνονται σε παραγωγούς επιστήμης και γνώσης και σε απλούς καταναλωτές...

Στη χώρα μας, στην Ελλάδα, δεν ακολουθήσαμε αυτόν τον δρόμο. Η πανεπιστημιακή κρίση ήρθε με κάποια καθυστέρηση και σχεδόν συνέπεσε με το αίτημα της δημοκρατίας κατά της χούντας. Δεν ήταν καθαρά ακαδημαϊκή, δεν αφορούσε τα προγράμματα σπουδών, τους δασκάλους, τον τρόπο διδασκαλίας, τις ακαδημαϊκές ελευθερίες (πολύ λίγο και στρεβλά), τη σχέση σπουδών και κοινωνίας (επίσης πολύ λίγο και στρεβλά), την οργάνωση του μαζικού πανεπιστημίου που θα αντικαθιστούσε το ταξικά επιλεκτικό. Με το πολύ ισχυρό και σχεδόν πανελλήνιο αίτημα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η κρίση στα πανεπιστήμια υπήρξε πολιτική με την πιο στενή έννοια και διατηρήθηκε τέτοια και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μοιραία τα πανεπιστήμια μεταβλήθηκαν σε πεδίο κομματικού ανταγωνισμού και σε χώρους στρατολόγησης και ανάδειξης κομματικών στελεχών.

Όσο και αν μερικοί το βρίσκουν ανορθόδοξο το δημοκρατικό μαζικό πανεπιστήμιο στη Δύση, ήταν ανάγκη και αίτημα της άρχουσας τάξης. Να το πούμε διαφορετικά, ανάγκη και αίτημα μιας ανοιχτής και αναπτυγμένης αγοράς. Θα πρέπει, λοιπόν να αναρωτηθούμε στα σοβαρά αν στη χώρα μας έχουμε «άρχουσα τάξη» που να λειτουργεί σαν τάξη ηγετική. Και αν έχουμε ανοιχτή αγορά που από τη λειτουργία της να προκύπτουν τόσο εκλεπτυσμένες ανάγκες και αιτήματα όπως είναι η γνώση, οι επιστήμες, η παιδεία, η τέχνη και τα γράμματα. Το ερώτημα είναι μεγάλο και βαθύ, κάποτε πρέπει να μας απασχολήσει. Για την ώρα και μόνο για να αποσαφηνίσω τις έννοιες, σημειώνω ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα είχαμε «άρχουσα τάξη», μικρή μεν και αναιμική, αλλά λειτουργούσε σαν τάξη που άφησε τα ίχνη της στην παιδεία (είναι εκπληκτικό πόσοι έμποροι και επιχειρηματίες συμμετείχαν στον πραγματικά πρωτοπόρο Εκπαιδευτικό Ομιλο), στα γράμματα και σε ενδιαφέρουσα δημόσια και αστική αρχιτεκτονική, κατάλοιπα της οποίας σώζονται ακόμη.

Στη νεότερη Ελλάδα έχουμε ικανούς και επιτυχημένους επιχειρηματίες, πολλοί από τους οποίους έχουν συνδέσει τη μοίρα τους με την κρατική προστασία απ' όπου αντλούν δύναμη και πλούτο. Έχουμε πολλούς πλουσίους και αρκετούς πολύ πλουσίους. Αλλά δεν έχουμε άρχουσα τάξη, δεν νομίζω ότι έχουμε. Όπως δεν έχουμε και αναπτυγμένη αγορά με ανάγκες και απαιτήσεις ανώτατης παιδείας. Με δυο λόγια ανακύπτει πάλι το ερώτημα: ποιο είναι το πρόβλημα, ο καπιταλισμός ή ο καθυστερημένος καπιταλισμός;

Έτσι, δεν είχαμε «άρχουσα τάξη» που να ενδιαφέρεται για τα δικά της πανεπιστήμια. Με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στη θέση της άρχουσας τάξης διαμορφώθηκε εκτεταμένη και διάχυτη στην κοινωνία κρατική εξουσία με παραφυάδα τον συνδικαλισμό του κρατικού ή ημικρατικού τομέα. Μεγάλα πλήθη λαού πίστεψαν ότι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία κράτους, κόμματος και επαγγελματικού συνδικαλισμού θα υποκαθιστούσε την «άρχουσα τάξη» στο βασικό της ρόλο, να σύρει πίσω της ολόκληρο τον λαό προς την ίδια κατεύθυνση. Την ίδια ψευδαίσθηση καλλιεργούσε και το σοβιετικό καθεστώς, ότι το κράτος και το κόμμα θα έπαιζε τον ρόλο της «άρχουσας τάξης» και θα τραβούσε, εν ανάγκη και παρά τη θέλησή της, ολόκληρη την κοινωνία προς τα μπρος και προς την ίδια κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα υπήρξε τραγικό και το γνωρίζουμε όλοι.

Προσέξτε ένα από τα βασικά αιτήματα των φοιτητών: να εγγυηθεί το κράτος την επαγγελματική αποκατάσταση όλων των πτυχιούχων! Το μόνο που μπορεί να κάνει το κράτος είναι να υποσχεθεί στους πτυχιούχους ότι θα τους καταστήσει δημοσίους υπαλλήλους! Πίσω από αυτό το αίτημα κρύβεται μια ενστικτώδης επίγνωση, ότι οι σπουδές και το πτυχίο δεν έχουν αντιστοιχία με τις ανάγκες της κοινωνίας, η οποία είναι ο φυσικός χώρος επαγγελματικής απορρόφησης. Για να το πω κυνικότερα, αλλά περισσότερο κοντά στην αλήθεια, με τις ανάγκες και τα αιτήματα μιας ανοιχτής αγοράς.

Η κρατικίστικη αντίληψη έχει εισχωρήσει βαθιά στα πανεπιστήμιά μας και σε ολόκληρη την κοινωνία. Αν μπορείτε να φαντασθείτε μια κρατικοποιημένη παιδεία και να περιγράψετε την ποιότητά της, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Αυτήν ακριβώς την κρατικοποιημένη παιδεία πρεσβεύουν και προωθούν τα δύο κόμματα της Αριστεράς, που εξακολουθούν να «παίζουν την επανάσταση» και θεωρούν τα πανεπιστήμια πεδίο «επαναστατικής άσκησης». Όταν διατυπώνουν τη θέση, μαζί με τον υποχείριο συνδικαλισμό, ότι δεν θα εφαρμόσουν νόμο που συζητήθηκε και ψηφίσθηκε στη Βουλή, απλώς αποκαλύπτουν την προβληματική τους σχέση με αυτό που τα ίδια αποκαλούν «αστική δημοκρατία» στην οποία, όμως, συμμετέχουν.

Τα πρωτοφανή έκτροπα που σημειώνονται στα δημόσια πανεπιστήμια και τα οποία ουσιαστικά έχουν ακυρώσει την ακαδημαϊκή λειτουργία και έχουν υποσκάψει το ακαδημαϊκό φρόνημα είναι στην πραγματικότητα ξεσπάσματα και εκρήξεις του αδιεξόδου, στο οποίο βρίσκεται ο «επαναστατικός» (δηλαδή ο Βίαιος) κρατισμός. Το ίδιο παρατηρείται και σε άλλους τομείς, όταν συνδικαλιστικές οργανώσεις ενεργούν ως «τάγματα εφόδου» για να επιβάλλουν με τη βία τις «επαναστατικές» επιλογές τους.