Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Το «αντιεξουσιαστικό κίνημα» ως προβολικό τεστ τύπου Rorschach

(Φωτογραφία: Π. Γούλιαρης)


«Τρίβεις τα γυαλιά σαν τους μύστες μιας εξουσίας
που ‘χει φόβο του Άγνωστου και άδεια οπλοφορίας»

Διονύσης Σαββόπουλος


Το θέμα που έπεσε στις φετινές εξετάσεις ήταν σίγουρα anti-sos και για πολύ καλά διαβασμένους. «Γιατί κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα το συγκεκριμένο -και που για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας τους ονομάζουμε συμβατικά «γνωστούς- αγνώστους»- αποφάσισαν να ρημαδιάσουν το κέντρο της Αθήνας;» Παρέδωσα λευκή κόλλα και μάλιστα δεν κρύβω ότι θύμωσα λίγο επειδή βρήκα το ερώτημα αρκετά ασαφές για να μη πω εντελώς παράλογο. Αφού στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος παραδεχόμαστε ότι δεν γνωρίσουμε τίποτα το συγκεκριμένο για τους πρωταγωνιστές, πως στην συνέχεια θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε τα αίτια της δράσης τους;

Κι όμως οι περισσότεροι έγραψαν κατεβατά. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, αναλυτές παντός τύπου και καιρού, καφενειακοί όλων των ηλικιών και των αποχρώσεων, μαθητές, αστυνομικοί, δικηγόροι, όλοι μέτρησαν και ξανα-μέτρησαν τη κοινωνία, αξιολόγησαν την δυναμική του περίφημου «κινήματος», ανέλυσαν ενδελεχώς τα αιτία του, προέβησαν σε ιστορικές αναδρομές, και τελικά κατέληξαν να δηλώσουν είτε την ανησυχία τους είτε την ικανοποίηση τους για την δράση των άγνωστων αυτών ανθρώπων.

Οι ερμηνείες που δόθηκαν για τα αίτια των καταστροφών ήταν πολλές. Αυτό δεν είναι δα και δύσκολο αν υπολογίσει κανείς ότι η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι εδώ και πολλά χρόνια η παραγωγή ερμηνειών. Κάποιοι διέγνωσαν ως αίτιο «οργή που οφείλεται στις χαμηλές αμοιβές και την ανεργία των νέων», κάποιοι είδαν «οργή για τη διαφθορά και την ατιμωρησία που ταλανίζουν χρόνια την Ελλάδα», κάποιοι «έκπτωση των πνευματικών αξιών λόγω του υλιστικού προτύπου ζωής», ενώ κάποιοι άλλοι απέδωσαν τα γεγονότα στην «κρατική βία και την «στρατικοποίηση» των σύγχρονων κοινωνιών».

Όλες οι ερμηνείες είναι εξίσου πιθανές. Καμία ωστόσο δεν τεκμηριώνεται περισσότερο από τις άλλες με βάση τα γεγονότα, κι’ αυτό γιατί το περίφημο αντιεξουσιαστικό «κίνημα» παραμένει πάντα επί της ουσίας άγνωστο και ανοίκειο. Τα πρόσωπα είναι άγνωστα, οι θέσεις άγνωστες, τα αίτια επίσης άγνωστα. Γνώριμα είναι μόνο τα παράφορα συναισθήματα που προκαλούνται στη θέα της Βίας. Όταν όμως άγνωστα αίτια συνδυαστούν με παράφορα συναισθήματα τότε ο κάθε ταλαίπωρος θεατής ξεκινάει να χτίζει το ερμηνευτικό παράπηγμα και να εξηγεί. Να εξηγεί και να ερμηνεύει. Όσες ερμηνείες όμως και να δώσουμε, όσες θεωρίες και να καταναλώσουμε, τα πραγματικά αίτια θα μας διαφεύγουν. Αυτό που «βλέπουμε» ως αίτιο δράσης μπορεί να είναι απλώς προβολή δικών μας συναισθημάτων και σκέψεων. Σύντομα συμπεραίνουμε ότι εφόσον δεν γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές τους δράματος δεν μπορούμε να δέσουμε πουθενά την βάρκα των επιχειρημάτων μας. Το ερέθισμα είναι επί της ουσίας εξαιρετικά ασαφές.

Η κατάσταση αυτή θυμίζει τα προβολικά τεστ τύπου Rorschach. Στα προβολικά αυτά τεστ το υποκείμενο έρχεται σε επαφή μ’ ένα ασαφές ερέθισμα βάσει του οποίου οργανώνει δικές του προβολές. Το ερέθισμα είναι μια ασαφής εικόνα, ένα ασαφές σχήμα. Είναι τα πάντα και τίποτα. Η σχηματική ασάφεια επιτρέπει στο υποκείμενο να προβάλλει τις δικές του εικόνες και τελικά να «δει» δικά του υποσυνείδητα συναισθήματα.

Νομίζω ότι οι αναλογίες μεταξύ των σχημάτων του Rorschach και της εικόνας του «αντιεξουσιαστικού κινήματος» είναι εμφανείς. Κάθε τμήμα της κοινωνίας, κάθε άτομο, προβάλλει και «βλέπει» ως αίτιο δράσης των «αντιεξουσιαστών» αποκλειστικά δικά του συναισθήματα και δικές του φαντασιώσεις. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς εφόσον δεν γνωρίζει τίποτα το συγκεκριμένο για τους πρωταγωνιστές. Δεν γνωρίζει τις σκέψεις τους και δεν ξέρει την μορφή τους. Από την άλλη δεν μπορεί να αποφύγει την όποια- έστω στρεβλή- ερμηνεία μιας και οι εικόνες της Βιας ζητούν επειγόντως να ντυθούν ένα κάποιο νόημα. Τελικά, ο καθένας από εμάς κάθε φορά που προσπαθεί να εξηγήσει τα αίτια δράσης των «αναρχικών» καταλήγει -ούτε λίγο ούτε πολύ -να διηγείται την μικρή ιστορία της ζωής του, να ομολογεί τα αίτια της δικής του οργής και να μαρτυράει –χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει- αποκλειστικά προσωπικές του αγωνίες. Αστείο δεν είναι;

Παράλληλα το «κίνημα» εμφανίζει στο ταμείο του τεράστια κέρδη από αυτή τη κατάσταση. Εμφανίζεται ρομαντικό, σκοτεινό, μαξιμαλιστικό. Δεν πολιτικολογεί, δεν επιδιώκει τίποτα το συγκεκριμένο. Δεν διαπραγματεύεται. Οργίζεται από την ύπαρξη της κοινωνικής αδικίας και επιδιώκει την πλήρη ανατροπή κάθε μορφής Εξουσίας. Σνομπάρει τη λογική της πολιτικής διαπραγμάτευσης και της πολιτικής υποχώρησης. Αρνείται κάθε μικρή, εφικτή πολιτική επιδίωξη. Κοιτάζει με υπεροψία τις αστικές σχέσεις παραγωγής και την ατομική ιδιοκτησία. Τα κάνει όλα και συμφέρει. Τινάζει την μπάνκα –μεταφορικά και κυριολεκτικά Δεν κρατάει στα χέρια του ακίνδυνες μολότοφ αλλά το απόλυτο υπερ-όπλο των δικών μας προβολών.

Ανίκητος ιδεολογικός αντίπαλος αν αποφασίσεις να τον πολεμήσεις στον αέρα. Μόνο η επαφή με την γη εξασθενεί τις δυνάμεις του. Χωρίς γαιώδες φρόνημα, η ήττα σου προδιαγράφεται αναπότρεπτη και μεγαλειώδης. Θα σε μαζεύουν με τα κουταλάκια.

Από την άλλη, δύσκολα προσγειώνεις την κουβέντα από την «ηρωική δράση» στη συγκεκριμένη «βήμα προς βήμα κοινωνική επιδίωξη» χωρίς να κατηγορηθείς για λογιστής. Δύσκολα αντιπαραθέτεις στο -σχεδόν μεταφυσικό- αίτημα για κατάργηση κάθε μορφής Εξουσίας συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις που στοχεύουν σε έναν πιο δίκαιο κόσμο. Οι ίδιες σου οι Προβολές στέκουν απέναντι και σε καγχάζουν. Προσπαθείς να μιλήσεις για εφικτές πολιτικές επιδιώξεις και καταλήγεις να ακούγεσαι συμβιβασμένος. Προσπαθείς να μιλήσεις για μια πολιτική που βήμα προς βήμα -δοκιμάζοντας και διορθώνοντας- θα επιδιώξει το άριστο και τα επιχειρήματα σου μοιάζουν αφλεγή. Μιλάς για Popper και μυρίζεις κλεισούρα βιβλιοθήκης. Ο αντίπαλος μοιάζει να είναι πιο εκρηκτικός και εξόχως πιο γοητευτικός.

Ένας επιφανής αμερικάνος φιλόσοφος της εποχής μας είπε κάποτε : «Δεν υπάρχει a priori λόγος να υποθέσουμε ότι η αλήθεια, όταν ανακαλύπτεται, θα αποδειχθεί κατ’ ανάγκην ενδιαφέρουσα». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι δεν υπάρχει a priori λόγος να υποθέσουμε ότι θα αποδειχθεί κατ’ ανάγκην και γοητευτική. Ενδεχομένως θα πρέπει να αρκεστούμε στο ότι η «βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική» είναι απλώς η αλήθεια ή έστω μια καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας και να πορευτούμε με πληγωμένο το ναρκισσισμό μας και χωρίς αίσθηση παντοδυναμίας.