Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Επίσκεψη στον Αγγελόπουλο



Άκουσα πρώτη φορά το όνομα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου το φθινόπωρο του 1992 σ’ ένα φροντιστήριο στη πλατεία Κάνιγγος. Σε έναν από αυτούς τους χώρους που κάποιοι υποτιμητικά χαρακτηρίζουν ως «χώρους παρα-παιδείας», εγώ γνώριζα για πρώτη φορά -μετά από έντεκα χρόνια φοίτησης στο ελληνικό δημόσιο σχολείο- τι σημαίνει πραγματική Παιδεία. Χρωστάω αυτή την ακριβή συνάντηση στην Αιμιλία. Εκείνη ήταν που μου έδειξε ότι η Γνώση είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα Πάθη, ότι η Τέχνη είναι ζωή και η Επιστήμη μια συναρπαστική παρτίδα σκάκι που δε τελειώνει ποτέ. Το κυριότερο, με έμαθε να τολμώ να αναγνωρίζω τον εαυτό μου και τις ανάγκες μου μέσα στα έργα των λεγόμενων «μεγάλων δημιουργών». Να μη φοβάμαι να σκέφτομαι. Τότε ήταν που υποψιάστηκα –για πρώτη φορά στη ζωή μου -ότι η πραγματικότητα δεν είναι το άθλιο τσίρκο που έβλεπα τριγύρω μου και ότι υπάρχει μια «άλλη Ελλάδα» που ζει και δημιουργεί σε ένα περιβάλλον αξιοπρέπειας και αυστηρά χαμηλών τόνων. Τότε θα ήταν μάλλον που καρφώθηκε στο μυαλό μου η παλαβή ιδέα ότι αυτή την «άλλη Ελλάδα» θα ήθελα και εγώ κάποια στιγμή να καταφέρω να υπηρετήσω.

Εκείνο το χειμώνα είδα τις περισσότερες ταινίες του. «Τοπίο στην Ομίχλη», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Μελισσοκόμο», «Μετέωρο βήμα του Πελαργού». Άκουγα τις μουσικές συνθέσεις της Καραΐνδρου. Διάβαζα αναλύσεις και κριτικές, έψαχνα συνεντεύξεις. Καταλάβαινα ελάχιστα απ’ όσα διάβαζα αλλά συνέχιζα ακάθεκτος, αμετανόητος σχεδόν ταγμένος. Έψαχνα τις ταινίες του παντού. Πήγαινα στα άθλια συνοικιακά video clubs του Περιστερίου και ρωτούσα τις έκπληκτες υπαλλήλους αν έχουν Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Αναζητούσα το «Θίασο» ανάμεσα σε ταινίες του Ψάλτη και του Στήβ Ντούζου. Σίγουρα κωμικοτραγικό θέαμα αλλά τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι έρωτες.

Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Διάβασα πολλά και διάφορα, συναναστράφηκα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους, άλλαξα και αλλάζοντας αμφισβήτησα πολλές από τις τότε αγάπες μου. Σήμερα, αν και εξακολουθώ να θεωρώ τον Αγγελόπουλο ένα δημιουργό μεγάλου βεληνεκούς δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο κινηματογράφος του με αφορά σε προσωπικό επίπεδο. Εξακολουθεί να με συγκινεί πάντα η βαθιά, απαρτιωτική ματιά του στην Ελληνική Ιστορία, το ψύχραιμο βλέμμα του στην ανθρώπινη περιπέτεια αλλά μάλλον με συναντώ πολύ περισσότερο σε έργα άλλων δημιουργών. Είδα με επιφύλαξη τις τελευταίες του ταινίες και απέφυγα να πάω στις αίθουσες για να δω τη «Σκόνη του Χρόνου».

Ο βίαιος θάνατος του σήμερα με κλόνισε. Δεν γνωρίζω γιατί. Δεν έχω ιδέα. Κάτι πολύτιμο αισθάνομαι όμως ότι εκλείπει για πάντα. Ίσως είναι η ψύχραιμη ματιά στο Συναίσθημα και την Ιστορία. Πολύτιμη ματιά, ειδικά σήμερα που η υστερία υποκαθιστά την Ιστορία και η φανατισμένη σκέψη φαίνεται να κερδίζει έδαφος παντού. Δεν ξέρω. Ίσως πάλι εκλείπει κάτι δικό μου. Η πίστη μου σε αυτή την εν δυνάμει πραγματικότητα, την «έσω Ελλάδα» που ερωτεύτηκα άπαξ και διαπαντός εκείνο το φθινόπωρο του 1992 και την οποία δεν σταμάτησα ποτέ να αναζητώ, με χίλιους τρόπους, μέχρι σήμερα. Δύσκολοι καιροί.

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας/ Είμαι επισκέπτης/ Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά/ κι έπειτα δεν μου ανήκει/ Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"/ Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία/ Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε/ Ότι δεν έχω καν όνομα/ Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο/ Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω/ Ξεχάστε με στη θάλασσα/ Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

[Θεόδωρος Αγγελόπουλος]




2 σχόλια:

Christophorus είπε...

Με συγκινούν τα όσα έγραψες. Ακόμα κι εμένα, που ποτέ δεν ερωτεύτηκα το έργο του, που πολύ λίγο με έβρισκα στη δουλειά του.

Η πρόσκληση για espresso, πάντα ανοιχτή.

imposter είπε...

Είχα δύο συναντήσεις δια ζώσης με τον Αγγελόπουλο. Η πρώτη ήταν το 2005 όταν είδα το Λιβάδι που Δακρύζει (με τίτλο παραγωγής "Ελένη" στη Γαλλία) σε έναν κινηματογράφο με την παρουσία του. Κατάμεστη η αίθουσα, μας έφεραν καρέκλες. Αυτό που παρατήρησα ήταν το παρατεταμμένο χειροκρότημα του ακροατηρίου. Δεν ξέσπασαν σε κραυγές, αλλά χειροκροτούσαν για κάποιες δεκάδες δευτερόλεπτα παραπάνω από το κανονικό. Προλόγησε την ταινία και συνεχίσαμε με πάνω από 2.5 ώρες εικόνων.

Η δεύτερη ήταν σε ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο. Κάθησα με ένα φίλο και αρχίσαμε να συζητάμε για την ημέρα: τί συνέβη στο πανεπιστήμιο, τί διάβασε στην εφημερίδα, και χίλια δυο άλλα πεζά και ταπεινά. Αυτός καθόταν δίπλα μας, δεν έβγαλε λέξη, έτρωγε τη σούπα του και ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι παρακολουθούσε το τί λέγαμε - γιατί κάποια στιγμή εκνευρίστηκα από την αδιακρισία του. Μόνον όταν σηκώθηκε να φύγει κατάλαβα πως ο τύπος δίπλα δεν ήταν άλλος ένας φαλακρός με κοινότοπα γυαλιά. "Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλος" είπα στο φίλο μου.

Η γαλλική διανόηση έχει την τάση να μυθοποιεί στον υπερθετικό βαθμό οτιδήποτε έχει αξία. Τα πάντα γίνονται "θεσμικά" από ένα σημείο και έπειτα. Στην Ελλάδα δεν το έχουμε, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν θεσμοί. Αλλά ο Αγγελόπουλος είναι θεσμικός: οι συνεργάτες του, από την Ελένη Καραίνδρου μέχρι τον φωτογράφο Γιώργο Αρβανίτη εκτός από εξαιρετικοί επαγγελματίες είναι και φοβεροί δημιουργοί. Δουλέψανε όλοι μαζί και βγάλανε ένα αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί κλασικό. Ας μιμηθούμε, συνεπώς, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο τους Γάλλους.

Δεν παρακολούθησα τον ορυμαγδό από σχόλια και αναλύσεις που ακολούθησε το ατύχημα. Το τελευταίο που θέλω να βλέπω σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτά τα "έφυγε" και "μας άφησε" και τις λοιπές ανοησίες.

Η δική μου ματιά σε αυτό που έχω δεί από τις ταινίες του δεν είναι διαφορετική, πιστεύω, από τη δική σου. Αυτό που προσωπικά βλέπω είναι μια πολύ όμορφη φωτογραφία, πολύ όμορφη μουσική, που δίνουν ένα άρτιο αποτέλεσμα. Εάν τα σενάρια δεν με συγκίνησαν τόσο πολύ είναι ίσως για τρίτους λόγους.

Θα μπορούσε επίσης κάποιος να επισημάνει πως ο Αγγελόπουλος υπήρξε ένα εξαγώγιμο είδος της μεταπολιτευτικής πολιτιστικής παραγωγής - πράγμα εξαιρετικά σπάνιο.

Σήμερα, όμως, έχουμε άλλες προκλήσεις. Είδα δύο ταινίες του Λάνθιμου και έπαθα πλάκα. Οι κριτικές στην Ευρώπη και Αμερική ήταν καταπληκτικές. Όλοι γοητεύονται από το παράξενο μήνυμά τους, το absurdity, τη χαρακτηριστική τους γραφή. Ορίστε λοιπόν ένα πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να επενδύσουμε περισσότερο. Γιατί είμαι απόλυτα βέβαιος ότι υπάρχουν και άλλοι εκεί έξω που κάνουν εκπληκτικά πράγματα και έχουν απίστευτες ιδέες.

Ας κλείσει αυτό το κεφάλαιο και ας αφήσουμε το κλασικό στις βιβλιοθήκες - χωρίς απαραίτητα να μαζεύει σκόνη. Αλλά έχουμε πολύ περισσότερη δουλειά πλέον και ένα παγκόσμο κοινό που δεν θα σπαταλήσει ενέργεια στην αποκρυπτογράφηση της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας. Είναι 2012 πια και δεν χρειαζόμαστε άλλες ταινίες ούτε για τον εμφύλιο, ούτε για οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική πάλη.

Λυπάμαι ειλικρινά για το ατύχημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Φαίνεται να απολάμβανε αυτή τη σούπα του, εκείνο το βράδυ.